σκόπιον

σκόπιον
σκοπάω
imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic)
σκοπάω
imperf ind act 1st sg (epic doric ionic)
σκοπέω
behold
imperf ind act 3rd pl (doric)
σκοπέω
behold
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σκόπιον — Σκόπιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοσκόπιο — Συσκευή, με την οποία η μεταβολή του όγκου ενός σώματος δείχνει την ύπαρξη και το σημείο μίας μεταβολής στη θερμοκρασία του σώματος ή δηλώνει μία διαφορά θερμοκρασιών, είναι όμως αδύνατον να δώσει το ακριβές μέγεθος μίας θερμοκρασίας. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • κλισιοσκόπιο — Μικρό μεταλλικό όργανο, προσαρμοσμένο στον σωλήνα των πυροβόλων όπλων, που χρησιμεύει για τον ακριβή προσδιορισμό του στόχου. Τα κ. των τουφεκιών αποτελούνται συνήθως από έναν αριθμημένο πίνακα, από τον κινητό αναδρομέα, πάνω στον οποίο υπάρχει η …   Dictionary of Greek

  • κορνο(σ)κόπιον — τὸ (Α) (στο Βυζάντιο) είδος γυναικείου κοσμήματος, πόρπης που έμοιαζε με το κέρας τής Αμαλθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cornu copiae «κέρας τής Αμαλθείας (αφθονίας)». Το σ πιθ. από παρετυμολογική σύνδεση με τα ουσ. σε σκόπιον] …   Dictionary of Greek

  • κυστεοσκόπιο — το ιατρ. όργανο με το οποίο εξετάζεται το εσωτερικό τής ουροδόχου κύστεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscope < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + scope < σκόπιον < σκοποῦμαι «εξετάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”